- μετριόπλουτος
- μετριό-πλουτος, von mäßigem Reichtume
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μετριόπλουτος — μετριόπλουτος, ον (Μ) αυτός που έχει μέτριο πλούτο, που είναι πλούσιος σε μέτριο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + πλοῦτος (πρβλ. νεό πλουτος)] … Dictionary of Greek